οκτωκαιεικοσαπλασίων

οκτωκαιεικοσαπλασίων
ὀκτωκαιεικοσαπλασίων, -ον (Α)
αυτός που είναι είκοσι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + -πλασίων (< -πλάσιος*), πρβλ. οκτωκαιδεκαπλασίων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀκτωκαιεικοσαπλασίονα — ὀκτωκαιεικοσαπλασίων twenty eight fold neut nom/voc/acc pl ὀκτωκαιεικοσαπλασίων twenty eight fold masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”